- σέμπχα
- και σάμπχα, η, Ν(γεωμορφ.) αλατούχο πεδίο ή βύθισμα καλυμμένο με λεπτό στρώμα αλατιού που απαντά, συνήθως, κατά μήκος τών ακτών τής βόρειας Αφρικής και τής Σαουδικής Αραβίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sebkha / sabkha < αραβ. sabkhah «ρηχή λίμνη»].
Dictionary of Greek. 2013.